ἀμφίγλωσσος
From LSJ
πενία μόνα τὰς τέχνας ἐγείρει → poverty alone promotes skilled work, necessity is the mother of invention, necessity is the mother of all invention, poverty is the mother of invention, out of necessity comes invention, out of necessity came invention, frugality is the mother of invention
English (LSJ)
ἀμφίγλωσσον, ambiguous, Eust.489.19, al.
Spanish (DGE)
-ον
1 bilingüe Synes.Prouid.M.66.1269B.
2 ambiguo subst. τὸ ἀ. ambigüedad τὸ τοῦ Ὁμήρου ἀμφίγλωσσον Eust.489.19.
German (Pape)
[Seite 137] doppelzüngig, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφίγλωσσος: -ον, = δίγλωσσος, Συνέσ. 122D. ΙΙ. ἀμφίβολος, ἀσαφής, σκοτεινός, Εὐστ. 489. 19, κτλ.
Greek Monolingual
ἀμφίγλωσσος, -ον (Μ)
1. ο ασαφής στην έκφραση, αυτός που μιλάει με ασάφεια, με υπονοούμενα
2. αυτός ο οποίος μιλάει δύο γλώσσες, ο δίγλωσσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + -γλωσσος < γλῶσσα.