σφαιρών
From LSJ
English (LSJ)
ῶνος, ὁ, round fishing-net, Opp.H.3.83.
Greek (Liddell-Scott)
σφαιρών: -ῶνος, ὁ, δίκτυον ἁλιευτικὸν στρογγύλον, σφαιροειδές, σὺν δὲ σαγήναις πέζαις καὶ σφαιρῶνας ὁμοῦ Ὀππ. Ἁλ. 3.83.
Greek Monolingual
-ῶνος, ὁ, Α
στρογγυλό αλιευτικό δίχτυ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφαῖρα + επίθημα -ών, -ῶνος
(πρβλ. σφηκών)].
German (Pape)
ῶνος, ὁ, ein rundes Fischernetz, Opp. Hal. 3.83.