λοφηφόρος

From LSJ
Revision as of 12:26, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λοφηφόρος Medium diacritics: λοφηφόρος Low diacritics: λοφηφόρος Capitals: ΛΟΦΗΦΟΡΟΣ
Transliteration A: lophēphóros Transliteration B: lophēphoros Transliteration C: lofiforos Beta Code: lofhfo/ros

English (LSJ)

λοφηφόρον, crested, of a lark, Babr.88.8.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte une crête ou une aigrette.
Étymologie: λόφος, φέρω.

German (Pape)

einen Federbusch tragend, von der Haubenlerche, Babr. 88.8.

Russian (Dvoretsky)

λοφηφόρος: (о жаворонке) хохлатый Babr.

Greek (Liddell-Scott)

λοφηφόρος: -ον, ἔχων λόφον, Λατιν. cristatus, ἐπὶ κορυδαλλοῦ, Βάβρ. 20. 8.

Greek Monolingual

λοφηφόρος, -ον (Α)
(για τον κορυδαλλό) αυτός που φέρει λοφίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λόφη + -φόρος (< φέρω)].

Greek Monotonic

λοφηφόρος: -ον (φέρω), αυτός που έχει λοφίο, λέγεται για τον κορυδαλλό, σε Βάβρ.

Middle Liddell

λοφη-φόρος, ον φέρω
crested, of a lark, Babr.