παρεπιμένω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
continue, survive, Lyd.Mag.1.12.
Greek Monolingual
Α επιμένω
1. εξακολουθώ να μένω
2. εξακολουθώ να υπάρχω, επιβιώνω.