διαστόλιον
From LSJ
ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπως → live in a manner above reproach and without offence to others
English (LSJ)
τό, = διαστολεύς 1, Hippiatr.16.
Spanish (DGE)
-ου, τό
cirug. dilatador, separador instrumento para abrir o dilatar orificios, del oído y la nariz del caballo Hippiatr.16.2, 18.1, cf. dud. PFouad I Univ.32.7 (II d.C.).
German (Pape)
[Seite 604] τό, = διαστολεύς, Sp. Med.
Greek (Liddell-Scott)
διαστόλιον: τό, = διαστολεύς, Ἱππιατρ. σ. 63.
Greek Monolingual
διαστόλιον, το (Α)
το χειρουργικό όργανο διαστολέας.