βιοτεία
From LSJ
μεριμνᾷς καὶ τυρβάζῃ περὶ πολλά → you are worried and bothered about so many things, thou art careful and troubled about many things, you are worried and upset about many things
English (LSJ)
ἡ, way of life, X.Oec.6.10, Plb.6.7.5.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
1 sustento, mantenimiento, POxy.3491.12 (II d.C.).
2 modo de vidadep. de los medios econ., X.Oec.6.10, Plb.6.7.5.
German (Pape)
[Seite 445] ἡ, Lebensart, Xen. Oec. 6, 5; Pol. 6, 7, 5.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
moyens d'existence.
Étymologie: βιοτεύω.
Russian (Dvoretsky)
βιοτεία: ἡ
1 образ жизни Xen.;
2 средства к жизни Polyb.
Greek (Liddell-Scott)
βιοτεία: ἡ, μέσον ζωῆς, τρόπος πορισμοῦ τῶν πρὸς τὸ ζῆν, Ξεν. Οἰκ. 6, 10, Πολύβ. 6. 7, 5.
Greek Monolingual
βιοτεία, η (Α) βιοτεύω
ο τρόπος που αποκτά κανείς τα αναγκαία για τη ζωή του.
Greek Monotonic
βιοτεία: ἡ (βιοτή), τρόπος, μέσο ζωής, σε Ξεν.