ἰσχαδώνης
From LSJ
English (LSJ)
ἰσχαδώνου, ὁ, buyer of figs, Pherecr.4.
German (Pape)
[Seite 1272] ὁ, Feigenkäufer, Poll. 7, 198.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχᾰδώνης: -ου, ὁ ἰσχάδας ὠνούμενος, ἀγοραστὴς ἰσχάδων, Φερεκρ. ἐν Ἀγαθοῖς» 4.
Greek Monolingual
ἰσχαδώνης, ὁ (Α)
αυτός που αγοράζει ξηρά σύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχάς, -άδος + -ώνης (< ώνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. καρπώνης, οπωρώνης].