καρπώνης

From LSJ

τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρπώνης Medium diacritics: καρπώνης Low diacritics: καρπώνης Capitals: ΚΑΡΠΩΝΗΣ
Transliteration A: karpṓnēs Transliteration B: karpōnēs Transliteration C: karponis Beta Code: karpw/nhs

English (LSJ)

καρπώνου, ὁ, buyer of fruit, IG22.1100 (ii A. D.), PFay.133.12 (iv A. D.).

German (Pape)

[Seite 1329] ὁ, der Fruchtkäufer, -pächter, Inscr.

Greek Monolingual

καρπώνης, ὁ (Α)
ο αγοραστής καρπών, ο έμπορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ώνης (< ὠνοῦμαι «αγοράζω»), πρβλ. θεατρώνης, τελώνης].