πυκνόσπορος
From LSJ
Full diacritics: πυκνόσπορος | Medium diacritics: πυκνόσπορος | Low diacritics: πυκνόσπορος | Capitals: ΠΥΚΝΟΣΠΟΡΟΣ |
Transliteration A: pyknósporos | Transliteration B: pyknosporos | Transliteration C: pyknosporos | Beta Code: pukno/sporos |
πυκνόσπορον, thick-sown, ib.3.21.5.
πυκνόσπορος: -ον, ὁ πυκνῶς ἐσπαρμένος, Θεοφράστ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 21, 5.
-ον, Α
ο πυκνά σπαρμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκνῶς + -σπορος (< σπείρω), πρβλ. εὔσπόρος.