τραπεζοποιία
From LSJ
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
English (LSJ)
ἡ, table-making, Str.4.6.2 (pl.).
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰπεζοποιία: ἡ, τὸ ποιεῖν, κατασκευάζειν τραπέζας, πολλὰ δὲ καὶ τῇ ποικιλίᾳ τῶν θυΐνων οὐκ ἔστι χείρω πρὸς τὰς τραπεζοποιΐας Στράβ. 202.
Greek Monotonic
τρᾰπεζοποιία: ἡ, η τέχνη της κατασκευής τραπεζιών, σε Στράβ.