ὁμόδειπνος
From LSJ
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
ὁμόδειπνον, = ὁμόδαις, Poll.6.12.
German (Pape)
[Seite 333] zusammen essend, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ὁμόδειπνος: -ον, = ὁμόδαις, Πολυδ. Ϛ΄, 12.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ὁμόδειπνος, -ον)
αυτός που δειπνεί μαζί με άλλους, ομοτράπεζος, συνδαιτυμόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + δεῖπνον (πρβλ. ηδύδειπνος)].