ὀζαίνομαι

From LSJ
Revision as of 12:34, 25 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γυναικὸς ἐσθλῆς ἐπιτυχεῖν οὐ ῥᾴδιον → Certe invenire feminam haud facile est bonam → Ein braves Eheweib zu finden ist nicht leicht

Menander, Monostichoi, 94
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀζαίνομαι Medium diacritics: ὀζαίνομαι Low diacritics: οζαίνομαι Capitals: ΟΖΑΙΝΟΜΑΙ
Transliteration A: ozaínomai Transliteration B: ozainomai Transliteration C: ozainomai Beta Code: o)zai/nomai

English (LSJ)

= ὄζω, c. gen., σίτου Sophr.123.

Greek Monolingual

ὀζαίνομαι και οζαινούμαι, -όομαι (Α)
όζω, αποπνέω οσμή, καλή ή κακή, μυρίζωὀζαίνομαι σίτου», Σώφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ὀζ- του ὄζω «αναδίδω οσμή», κατά το ὀσφραίνομαι.