ἀλλεπαλληλία
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
English (LSJ)
ἡ, accumulation, Eust.12.3.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ acumulación c. gen. τῶν φωνηέντων Eust.12.3.
German (Pape)
[Seite 102] ὴ, die Häufung Eines auf das Andere, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλλεπαλληλία: ἡ, ἐπισώρευσις, Εὐστ. 12. 3.
Greek Monolingual
η (Μ ἀλλεπαλληλία) ἀλλεπάλληλος
αλληλοδιάδοχη παράθεση πολλών πραγμάτων, συνέχεια (τοπικά ή χρονικά), επισώρευση, συσσώρευση, συρροή.