καταπληγία
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
ἡ, panic fear, Poll.3.137.
Greek (Liddell-Scott)
καταπληγία: ἡ, φόβος πολύς, ὑπερβολικός, Πολυδ. Γ΄, 137· διάφ. γραφ. καταπλαγία.
Greek Monolingual
καταπληγία, ἡ (Α) καταπληγής
καταπλαγία, υπερβολικός φόβος, πανικός.