ἀποστερίσκω
From LSJ
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
English (LSJ)
= ἀποστερέω, S.OC376.
Spanish (DGE)
privar c. ac. de pers. y gen. de cosa Πολυνείκη θρόνων S.OC 376.
German (Pape)
[Seite 327] = ἀποστερέω, τινά τινος Soph. O. C. 377.
French (Bailly abrégé)
c. ἀποστερέω.
Étymologie: ἀπό, στερίσκω.
Greek Monotonic
ἀποστερίσκω: = ἀποστερέω, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστερίσκω: Soph. и ἀποστέρω Isocr. = ἀποστερέω.