κύβωλον
From LSJ
αἱ μέν ἀποφάσεις ἐπί τῶν θείων ἀληθεῖς, αἱ δέ καταφάσεις ἀνάρμοστοι τῇ κρυφιότητι τῶν ἀποῤῥήτων → as concerns the things of the gods, negative pronouncements are true, but positive ones are inadequate to their hidden character
English (LSJ)
τό, = κύβιτον, Poll.2.141.
German (Pape)
[Seite 1523] τό, = κύβιτον, Poll. 2, 141.
Greek (Liddell-Scott)
κύβωλον: τό, = κύβιτον, Πολυδ. Βϳ, 141.
Greek Monolingual
κύβωλον, τὸ (Α)
το κύβιτον.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για προϊόν συμφυρμού τών λ. κύβιτον «αγκώνας» + ὠλένη «το κάτω μέρος του βραχίονα»].