ἀνδροσάθων
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, (σάθη) obscene epithet of Priapus, Phot.p.127 R., Eust.1968.43, AB394 (prob.l. for ἀνδροσάνθων), Suid.:—also ἀνδροσάθης, ὁ, ABl.c., Hsch.
Spanish (DGE)
-ωνος
que tiene falo humano epít. de Príapo, Phot.p.127R., Eust.1968.43.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροσάθων: ὁ, (σάθη) ὁ μεγάλα ἔχων αἰδοῖα, ἐπίθ. τοῦ Πριάπου, πιθ. γραφ. Α. Β. 394· ἀντὶ -σάνθων Σουΐδ.· ὡσαύτως -σάθης, ὁ, Α. Β. αὐτόθι.