ὑπερτοξεύσιμος
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
ὑπερτοξεύσιμον, to be shot beyond, μίασμ' ἔλεξας οὐχ ὑ. an abomination not to be outdone, A.Supp.473.
German (Pape)
[Seite 1202] mit Pfeilen darüber hinaus zu schießen, zu übertreffen, μίασμ' ἔλεξας οὐχ ὑπερτοξεύσιμον Aesch. Suppl. 468.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερτοξεύσῐμος: досл. победимый в состязаниях стрелков, перен. преодолимый: μίασμ᾽ οὐχ ὑπερτοξεύσιμον Aesch. неискупимый грех.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερτοξεύσιμος: -ον, ὃν δύναταί τις νὰ τοξεύσῃ ἐπέκεινα, μίασμ’ ἔλεξας οὐχ ὑπερτ., ἀνυπέρβλητον, Αἰσχύλ. Ἱκ. 473.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να υπερβεί
2. μτφ. αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να ξεχάσει ή να μην λάβει σοβαρά υπ' όψιν («μίασμ' ἔλεξας οὐχ ὑπερτοξεύσιμον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερτοξεύω + κατάλ. -σιμος (πρβλ. στρατεύσιμος)].