ἄκτιον
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
τό,
A = ἀκτή (A), Ael.NA13.28.
II = βούνιον, Dsc.4.123.
Spanish (DGE)
-ου, τό
1 costa escarpada, rompiente Ael.NA 13.28.
2 bot. otro n. de βούνιον topana, Bunium ferulaceum Sibth. Sm., Dsc.4.123.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
rivage.
Étymologie: ἀκτή².
Greek (Liddell-Scott)
ἄκτιον: τό, = ἀκτὴ (Α). Αἰλ. περὶ Ζ. 13. 28.
Greek Monolingual
ἅκτιον, το (Α) [[[ἀκτή]] Ι]
1. η ακτή
2. το είδος Bunium ferulaceum του γένους Βούνιο.