περιφυγή
From LSJ
τὸ τερπνὸν παρεμπορεύομαι → yield delight besides instruction, mix business with pleasure
English (LSJ)
ἡ, place of refuge, Plu.Demetr.46 (pl.).
German (Pape)
[Seite 600] ἡ, Ausflucht, Zufluchtsort, πραγμάτων πολλὰς ἐξωθουμένῳ περιφυγὰς καὶ ἀναχωρήσεις ἐχόντων, Plut. Demetr. 46.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
place de refuge.
Étymologie: περιφεύγω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιφυγή -ῆς, ἡ [περιφεύγω] toevluchtsoord.
Russian (Dvoretsky)
περιφῠγή: ἡ убежище, прибежище (περιφυγαὶ καὶ ἀναχωρήσεις Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
περιφῠγή: ἡ, τόπος καταφυγῆς, Πλουτ. Δημήτρ. 46.