μυκήτινος
From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109
English (LSJ)
η, ον, made of mushrooms, Luc.VH1.16.
German (Pape)
[Seite 216] von Pilzen gemacht, Luc. V. H. 1, 16.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait avec un champignon.
Étymologie: μύκης.
Russian (Dvoretsky)
μῠκήτῐνος: сделанный из гриба (ἀσπίς Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
μῠκήτῐνος: -η, -ον, κατεσκευασμένος ὑπὸ μυκήτων, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 16.
Greek Monolingual
μυκήτινος, -ίνη, -ον (Α)
κατασκευασμένος από μύκητες («ἀσπίσι μυκητίναις ἐχρῶντο», Λουκιαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύκης, -ητος + κατάλ. -ινος].
Greek Monotonic
μῠκήτῐνος: -η, -ον (μύκης), παρασκευασμένος από μανιτάρια, σε Λουκ.
Middle Liddell
μῠκήτῐνος, η, ον μύκης
made of mushrooms, Luc.