γιγγλυμώδης

From LSJ
Revision as of 06:30, 26 August 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γιγγλῠμώδης Medium diacritics: γιγγλυμώδης Low diacritics: γιγγλυμώδης Capitals: ΓΙΓΓΛΥΜΩΔΗΣ
Transliteration A: ginglymṓdēs Transliteration B: ginglymōdēs Transliteration C: gigglymodis Beta Code: gigglumw/dhs

English (LSJ)

γιγγλυμῶδες, = γιγγλυμοειδής, Arist.HA529a32.

Spanish (DGE)

-ες
zool. subst. τὸ γιγγλυμῶδες charnela o juntura de los bivalvos αἱ ... λεπάδες κάτω ἐν τῷ βάθει, τὰ ... δίθυρα ἐν τῷ γιγγλυμώδει Arist.HA 529a31.

German (Pape)

ες, = γιγγλυμοειδής, Arist. H.A., v.l. γιγλυμ.

Russian (Dvoretsky)

γιγγλυμώδης: имеющий вид сочленения Arst.

Greek (Liddell-Scott)

γιγγλῠμώδης: -ες, (εἶδος)= γιγγλυμοειδής, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 4. 4, 22.

Greek Monolingual

γιγγλυμώδης, -ες (Α) [[[γίγγλυμος]])
ο γιγγλυμοειδής.