μαθητέος

From LSJ
Revision as of 12:06, 4 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰθητέος Medium diacritics: μαθητέος Low diacritics: μαθητέος Capitals: ΜΑΘΗΤΕΟΣ
Transliteration A: mathētéos Transliteration B: mathēteos Transliteration C: mathiteos Beta Code: maqhte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be learnt, Pl.Lg.822c.
II μαθητέον, one must learn, Hdt.7.16. γ', Ar.V.1262, Pl.Lg.818d; τέχνας παρά τινος X.Mem.2.1.28.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
adj. verb. de μανθάνω.

German (Pape)

adj. verb. zu μανθάνω, zu lernen und allgemein, zu erkennen, wahrzunehmen, Her. 7.16.3; πόσα καὶ πότε μαθητέον, Plat. Legg. VII.818d.

Russian (Dvoretsky)

μᾰθητέος: adj. verb. к μανθάνω.

Greek (Liddell-Scott)

μᾰθητέος: -α, -ον, ῥήμ. ἐπίθ. τοῦ μανθάνω, ὃν πρέπει τις νὰ μάθῃ ἢ ἐννοήσῃ, Ἡρόδ. 7. 16. 3. II. μαθητέον, πρέπει τις νὰ μάθῃ, Ἀριστοφ. Σφ. 1262, Πλάτ. Νόμ. 818D· τι παρά τινος Ξεν. Ἀπομνημ. 2. 1, 28.

Greek Monotonic

μᾰθητέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του μανθάνω·
I.αυτό που πρόκειται να μαθευτεί, να διδαχθεί, σε Ηρόδ.
II.μαθητέον, κάτι που πρέπει να μαθευτεί, σε Αριστοφ., Ξεν.

Middle Liddell

μᾰθητέος, η, ον verb. adj. of μανθάνω
I. to be learnt, Hdt.
II. μαθητέον, one must learn, Ar., Xen.