μεταρσιόω
From LSJ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
lift up, τὰς ὑστέρας Hp.Mul.2.138:—Pass., νέφος μεταρσιωθέν Hdt.8.65.
German (Pape)
[Seite 153] von dem Vorigen, in die Höhe heben, wie μετεωρίζω, μεταρσιωθέν, Her. 8, 65.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
élever dans les airs;
Moy. μεταρσιόομαι, μεταρσιοῦμαι s'élever dans les airs.
Étymologie: μετάρσιος.
Greek (Liddell-Scott)
μεταρσιόω: αἴρω, σηκώνω ὑψηλά, μετεωρίζω, νέφος μεταρσιωθὲν Ἡρόδ. 8. 65.
Russian (Dvoretsky)
μεταρσιόω: высоко поднимать (νέφος μεταρσιωθέν Her.).