διπλασιολογία
From LSJ
Τιμώμενοι γὰρ πάντες ἥδονται βροτοί → Omnes enim homines honorari expetunt → Denn alle Menschen sehen sich recht gern geehrt
English (LSJ)
ἡ, repetition of words, Pl.Phdr.267c.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ repetición de palabras Pl.Phdr.267c.
German (Pape)
ἡ, das Zweimalsagen, Wiederholen eines Wortes; Plat. Phaedr. 267c, wo Einige auch an den Gebrauch zusammengesetzter Wörter denken; vgl. διπλοῦς.
Russian (Dvoretsky)
διπλᾰσιολογία: ἡ рит. повторение слова Plat.
Greek (Liddell-Scott)
διπλᾰσιολογία: ἡ, ἐπανάληψις λέξεων, Πλάτ. Φαίδρ. 267C.
Greek Monolingual
διαπλασιολογία, η (Α)
επανάληψη λέξεων ή φράσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διπλάσιος + -λογία < -λογος < λέγω.