ἐπίστατον
From LSJ
καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village
English (LSJ)
τό,
A support, stand, SIG2 B 4 (Sigeum, vi B.C.), Ar.Av. 437, IG11(2).161 C94 (Delos, iii B.C.), PGrenf.1.14.6 (ii B.C.), Hsch. s.v. λάανα; cf. ἐπιστάτης IV.
II. ἐπιστᾱτός, v. ἐπιστητός.
German (Pape)
[Seite 983] τό, Inscr. 8 = ὑποκρητήριον, s. ἐπιστάτης a. E.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίστᾰτον: τό, = ὑποκρητηρίδιον, ἐν τῷ Ἀττικῷ κειμένῳ τῆς Σιγειακῆς Ἐπιγραφής.