πεμπτέος

From LSJ
Revision as of 15:22, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πεμπτέος Medium diacritics: πεμπτέος Low diacritics: πεμπτέος Capitals: ΠΕΜΠΤΕΟΣ
Transliteration A: pemptéos Transliteration B: pempteos Transliteration C: pempteos Beta Code: pempte/os

English (LSJ)

α, ον,
A to be sent, Luc.Phal.1.11.
II πεμπτέον, one must send, X.Cyr.8.1.11.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
adj. verb. de πέμπω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πεμπτέος -α -ον, adj. verb. van πέμπω, te zenden, die gezonden moet worden.

Russian (Dvoretsky)

πεμπτέος: adj. verb. к πέμπω.

Greek Monotonic

πεμπτέος: -α, -ον, ρημ. επίθ. του πέμπω·
I. αυτός που πρέπει να σταλεί, σε Λουκ.
II. πεμπτέον, αυτό που κάποιος πρέπει να στείλει, σε Ξεν.

Greek (Liddell-Scott)

πεμπτέος: -α, -ον, ῥηματ. ἐπίθετ. τοῦ πέμπω, ὂν δεῖ πέμπειν, Λουκ. Φαλ. 11. ΙΙ. πεμπτέον, δεῖ πέμπειν, Ξεν. Κύρ. 8. 1, 11.

Middle Liddell

πεμπτέος, η, ον, verb. adj. of πέμπω
I. to be sent, Luc.
II. πεμπτέον, one must send, Xen.