ἁλιστός
Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein
English (LSJ)
[ᾰ], ή, όν, (ἁλίζω) salted, pickled, Str.4.4.3, Orib.Fr.58, Aeët.9.38, AP9.377 (Pall.).
Spanish (DGE)
-ή, -όν
• Prosodia: [ᾰ-]
1 salado, condimentado Str.4.4.3, Orib.Ec.57.7, AP 9.377 (Pall.).
2 subst. τὸ ἁλιστόν = carne en salazón, DP 4.7, SEG 39.1577.2 (Berito V d.C.).
German (Pape)
[Seite 98] ή, όν, eingesalzen, χηνὸς λίπη Pallad. 21 (IX, 377); Strab.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
salé.
Étymologie: ἁλίζω¹.
Russian (Dvoretsky)
ἁλιστός: соленый (χηνὸς λίπη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
ἁλιστός: [ᾰ], ή, όν, (ἁλίζω) ἁλατιστός, ἐν ἅλμῃ διατηρούμενος, Ἀνθ. Π. 9. 377, Στράβ. 197.
Greek Monolingual
ἅλιστος, -ον (Α)
ο ἄλλιστος.
ἁλιστός, -ή, -όν (AM) ἁλίζω ΙΙ]
αυτός που διατηρείται μέσα σε άλμη, αλατιστός, αλίπαστος.
Greek Monotonic
ἁλιστός: [ᾰ], -ή, -όν (ἁλίζω), αλατισμένος, παστωμένος, σε Ανθ.
Translations
salted
Arabic: مُمَلَّح; Armenian: աղի; Catalan: salat; Dutch: gezouten; Finnish: suolattu, suola-; Galician: salgado, salpreso; German: gesalzen; Ancient Greek: ἁλίαρος, ἅλιμος, ἁλίπαστος, ἁλιστός, ἁλίτης, ἁλμήεις, ἁλμυραῖος, ἁλμυρός, ἁλμυρώδης, ἁλμώδης, ἁλυκός, παστός; Hungarian: sós; Italian: salato, salso; Latin: salsus; Lithuanian: sūdytas, pasūdytas; Macedonian: солен, насолен; Mongolian: давсалсан; Plautdietsch: enjesolten; Polish: solony, posolony; Portuguese: salgado; Romanian: sărat; Russian: солёный; Spanish: salado; Swedish: saltad