ὀργιλότης
ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
English (LSJ)
-ητος, ἡ, irascibility, Arist.EN1108a7, Plu.2.443d.
German (Pape)
[Seite 370] ητος, ἡ, Geneigtheit zum Zorn, Jähzorn; Arist. Eth. 2, 7, der de virt. et vit. 6 dazu rechnet ἀκροχολία, πικρία, βαρυθυμία; Plut. de virt. moral. 4 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ότητος (ἡ) :
irascibilité.
Étymologie: ὀργίλος.
Russian (Dvoretsky)
ὀργῐλότης: ητος ἡ раздражительность, вспыльчивость Arst., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
ὀργῐλότης: -ητος, ἡ, ἡ πρὸς ὀργὴν διάθεσις, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 2. 7, 10, Πλούτ. 2. 443D.
Greek Monotonic
ὀργῐλότης: -ητος, ἡ, ευερεθιστότητα, σε Αριστ.
Middle Liddell
ὀργῐλότης, ητος, ἡ,
irascibility, Arist.
Translations
irascibility
Bulgarian: раздразнителност, избухливост; Catalan: irascibilitat; French: irascibilité; Ancient Greek: ἀκραχολία, ἀκρηχολίη, ἀκροχολία, ὀξυθύμησις, ὀξυθυμία, ὀργιλότης, τὸ ὀξύθυμον, τοὐξύθυμον; Italian: irascibilità; Latin: iracundia; Spanish: irascibilidad, iracundia