εἴσδυσις
Ψεῦδος δὲ μισεῖ πᾶς σοφὸς καὶ χρήσιμος → Mendacium odit, qui vir est frugi et sapit → Die Lüge hasst der Weise und der Ehrenmann
English (LSJ)
-εως, ἡ, entrance, Arist.HA616a28, Agath.2.5; room for or means of entrance, εἴ. οὐδ' ἀθέρι prob. in Lyr.Adesp.2B, cf. Gp.15.2.26.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): ἔσ- Ael.NA 1.45
1 concr. sitio por el que se entra, entrada, abertura de nidos νεοττιὰ ... ἔχουσα τὴν εἴσδυσιν μικράν Arist.HA 616a6, cf. 28, Ael.l.c., de una madriguera, Arist.Mir.838b8, Polyaen.2.31.2, εἴ. ... τοῦ ἔξωθεν ἀέρος εἰς τὴν ἀκοήν Them.in de An.65.3, ἡ ἔσωθεν τοῦ πύργου εἴ. Sch.Od.4.248
•resquicio κενεὴ δ' εἴ. οὐδ' ἀθέρι Call.SHell.253.1, μηδ' ἥντιν' οὖν εἴσδυσιν ἢ διάπνευσιν εἶναι Gp.15.2.26.
2 abstr. entrada, acceso οὐκ ἀπείληφε τὴν ... εἴσδυσιν τῆς ἐκκλησίας no había conseguido su entrada en la iglesia, e.e., hacerse cristiano, Epiph.Const.Haer.42.1.8, ὅπερ εἰσδύσεως πρόφασιν εἶχε Zos.5.1
•inserción οὔτε ἐξελκύσαι ... δύναται τὸ δόρυ διὰ τὴν εἴσδυσιν τῶν ἀκίδων Agath.2.5.7.
German (Pape)
[Seite 742] ἡ, der Eingang, Zugang; Plut. Cons. ad Apoll. p. 351.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
entrée.
Étymologie: εἰσδύομαι.
Greek (Liddell-Scott)
εἴσδῠσις: -εως, ἡ, τὸ εἰσδύεσθαι, εἴσοδος, Σιμων. 49 Bgk., Ἀριστ. παρὰ Πλουτ. 2. 115Α.