σκληρόφθαλμος

From LSJ
Revision as of 22:02, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")

οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκληρόφθαλμος Medium diacritics: σκληρόφθαλμος Low diacritics: σκληρόφθαλμος Capitals: ΣΚΛΗΡΟΦΘΑΛΜΟΣ
Transliteration A: sklēróphthalmos Transliteration B: sklērophthalmos Transliteration C: sklirofthalmos Beta Code: sklhro/fqalmos

English (LSJ)

σκληρόφθαλμον, having hard dry eyes, opp. ὑγρόφθαλμος, Arist.HA505b1, PA648a17, al., Theophrastus Sens.36; also σ. ὄμματα Arist.HA526a9.

German (Pape)

[Seite 901] mit harten, starren Augen; Arist. H. A. 2, 13; Gegensatz von ὑγρόφθαλμος, part. anim. 2, 2.

Russian (Dvoretsky)

σκληρόφθαλμος:
1 обладающий твердыми глазными яблоками (ζῷα Arst.);
2 (о глазах), твердый, жесткий, (на ощупь) (ὄμματα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σκληρόφθαλμος: -ον, ὁ ἔχων τραχεῖς (ἀκινήτους) ὀφθαλμούς, ἀντίθετον τῷ ὑγρόφθαλμος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 12, π. Ζ. Μορ. 2. 2, 8, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως, σκλ. ὄμματα π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2. 10.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει σκληρά, δηλαδή δυσκίνητα ή και ακίνητα μάτια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκληρός + ὀφθαλμός.