σποδοειδής

From LSJ
Revision as of 22:05, 24 November 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''HA''" to "Arist.''HA''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σποδοειδής Medium diacritics: σποδοειδής Low diacritics: σποδοειδής Capitals: ΣΠΟΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: spodoeidḗs Transliteration B: spodoeidēs Transliteration C: spodoeidis Beta Code: spodoeidh/s

English (LSJ)

σποδοειδές, ashy, ash-coloured, Hp.Epid.7.92, Arist.HA592b6, 617b4, LXX Ge.30.39, al.

German (Pape)

[Seite 923] aschartig, -farbig, grau oder isabellfarben, Arist. H. A. 8, 3.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σποδοειδής -ές [σποδός, εἶδος] lijkend op as, asachtig.

Russian (Dvoretsky)

σποδοειδής: пепельный (τὸ χρῶμα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

σποδοειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέφραν, τεφρόχρους, ὡς τὸ σπόδιος, Ἱππ. 1221Β, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 2., 9. 22, 2· - οὕτω σποδιώδης, ες, Ἐρωτιαν.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
όμοιος με την σποδό ως προς το χρώμα, σταχτής
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο σποδοειδής
(ορυκτ.) άλλη ονομασία του σποδουμένου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σποδός «στάχτη» + -ειδής].