οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
η / ταλάντευσις, -εύσεως, ΝΜ ταλαντεύω
διαδοχική κίνηση προς αντίθετη φορά, αιώρηση
νεοελλ.
1. μτφ. δισταγμός, αμφίρροπη στάση
2. στον πληθ. οι ταλαντεύσεις
(παλαιός όρος) οι ταλαντώσεις.