ταλάντευσις

From LSJ
Revision as of 15:32, 22 December 2023 by Spiros (talk | contribs) (Created page with "{{grml |mltxt=η / ταλάντευσις, -εύσεως, ΝΜ ταλαντεύω<br />διαδοχική κίνηση προς αντίθετη φορά,...")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

η / ταλάντευσις, -εύσεως, ΝΜ ταλαντεύω
διαδοχική κίνηση προς αντίθετη φορά, αιώρηση
νεοελλ.
1. μτφ. δισταγμός, αμφίρροπη στάση
2. στον πληθ. οι ταλαντεύσεις
(παλαιός όρος) οι ταλαντώσεις.