English (LSJ)

ἁρπακτή, ἁρπακτόν,
A gotten by rapine, stolen, Hes.Op.320.
2 to be caught, i.e. to be got by chance, hazardous, ib.684.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
1 que es fruto del robo χρήματα δ' οὐχ ἁρπακτά Hes.Op.320
que es fruto del rapto ref. a Helena ἁρπακτοῖσιν ὑποδμηθεῖσ' ὑμεναίοις Nic.Fr.108.
2 arriesgado, aventurado πλόος Hes.Op.684.

German (Pape)

[Seite 358] geraubt, Hes. O. 686 u. Sp.

Russian (Dvoretsky)

ἁρπακτός:
1 захваченный, похищенный (χρήματα Hes.);
2 беззаконный, недозволенный (πλόος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρπακτός: -ή, -όν, ὁ δι’ ἁρπαγῆς εἰλημμένος, κλοπιμαῖος, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 318. 2) παρακεκινδυνευμένος, ἁρπακτός, χαλεπῶς κε φύγοις κακόν αὐτόθι 682 (684).

Greek Monolingual

-ή, -όν (Α)
βλ. αρπαχτός.

Greek Monotonic

ἁρπακτός: -ή, -όν (ἁρπάζω
1. αυτός που αποκτήθηκε με αρπαγή, κλοπιμαίος, κλεμμένος, σε Ησίοδ.
2. παρακινδυνευμένος, δηλ. ο συλληφθείς κατά τύχη, επισφαλής, στον ίδ.

Middle Liddell

ἁρπάζω
1. gotten by rapine, stolen, Hes.
2. to be caught, i. e. to be got by chance, hazardous, Hes.

Translations

stolen

Arabic: مَسْرُوق‎; Egyptian Arabic: مسروق‎; Belarusian: крадзены, украдзены; Danish: stjålen, stjålet; Dutch: gestolen; Finnish: varastettu; French: volé; Georgian: მოპარული; German: gestohlen; Greek: κλεμμένος; Ancient Greek: ἁρπαγιμαῖος, ἁρπάγιμος, ἁρπακτός, ἁρπάλιμος, κλεμμάδιος, κλεψιμαῖος, κλοπαῖος, κλοπιμαῖος, συλήσιος, ὑφαρπάγιμος, φωρίδιος, φώριος; Hungarian: ellopott; Italian: rubato; Japanese: 盗まれた; Macedonian: украден; Marathi: चोरलेले, चोरलेला, चोरलेली; Norwegian Bokmål: stjålen; Polish: ukradziony; Portuguese: roubado, furtado; Rapa Nui: hakananai'a; Russian: краденный, украденный, ворованный; Spanish: robado; Swedish: stulen; Tagalog: nakaw; Turkish: çalıntı, çalınmış; Ukrainian: крадений, украдений