ικρίωμα

From LSJ
Revision as of 00:02, 24 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Λεύσσετε, Θήβης οἱ κοιρανίδαι τὴν βασιλειδᾶν μούνην λοιπήν, οἷα πρὸς οἵων ἀνδρῶν πάσχω → See, you leaders of Thebes, what sorts of things I, its last princess, suffer at the hands of such men

Sophocles, Antigone, 940-942

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἰκρίωμα) ικριώ
προσωρινό κατασκεύασμα από σανίδες που στηρίζονται σε δοκούς και το οποίο χρησιμεύει για να υποβαστάζει τους εργαζόμενους σε κάποια οικοδομή, η σκαλωσιά
2. ξύλινο κατασκεύασμα, εξέδρα
νεοελλ.
εξέδρα για την εκτέλεση καταδίκου με καρατόμηση
μσν.
στον πληθ. τὰ ἰκριώματα
τα στηρίγματα
αρχ.
ξύλινο κατασκεύασμα σε σχήμα εξέδρας.

Translations

scaffold

Albanian: skelë; Arabic: سِقَالَة‎, إِسْقَالَة‎; Azerbaijani: taxtabənd; Belarusian: будаўні́чыя лясы, рыштаванне; Bulgarian: скеле; Catalan: bastida; Cherokee: ᏗᏓᏛᏗ; Chinese Mandarin: 腳手架/脚手架; Czech: lešení; Danish: stillads; Dutch: stelling; Finnish: telineet; French: échafaudage, échafaud; Galician: estada, andavía, andamio, bailéo, taboado; Georgian: ხარაჩო; German: Gerüst, Baugerüst; Greek: σκαλωσιά; Ancient Greek: βάθρον, ἐσχαρεῖον, ἰκρίωμα, ἱμασσία, πῆγμα, σανίς; Hungarian: állványzat; Icelandic: vinnupallur, stillans, reisipallur; Ido: eshafodo; Indonesian: perancah; Irish: scafall; Italian: impalcatura, ponteggio; Japanese: 足場; Korean: 비계(飛階); Latin: pegma; Macedonian: скеле; Manx: scammalt; Maori: rangitupu, pouwhata; Norwegian Bokmål: stillas; Persian: داربست‎; Plautdietsch: Steilozh; Polish: rusztowanie; Portuguese: andaime; Romanian: schelărie; Russian: леса, подмостки; Serbo-Croatian Cyrillic: ске̏ла; Roman: skȅla; Slovak: lešenie; Slovene: oder; Spanish: andamio; Swedish: byggnadsställning; Tagalog: palapala; Turkish: iskele; Ukrainian: риштування; Welsh: sgaffald; Yiddish: רישטעוואַניע‎