Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

δελφίνιο

From LSJ
Revision as of 14:47, 24 January 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

Greek Monolingual

το (Α Δελφίνιος, -ον)
(το ουδ.)
1. ονομασία διαφόρων φυτών της οικογένειας ρανουκουλίδες
2. ονομασία διαφόρων τόπων όπου λατρευόταν ο Απόλλων
αρχ.
1. ιερό του Απόλλωνος στην Αθήνα
2. πληθ. τα Δελφίνια
γιορτή προς τιμήν του Απόλλωνος Δελφινιού
3. (το αρσ.) α) επίθετο του Απόλλωνος
β) ονομασία μήνα στη Θήρα, Αίγινα, Δελφούς κ.α.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δελφίς (-ίνος). Μέσω της λ. Δελφίνιος, ως επίθ. του Απόλλωνος, δηλώνεται η σχέση του θεού τόσο με το δελφίνι, «θεός του δελφινιού» (προστάτης τών ναυτικών), όσο και με τους Δελφούς, «θεός τών Δελφών»].

Translations

stavesacre

Arabic: عَائِق جَبَلِيّ‎, زَبِيب الْجَبَل‎, زَبِيب بَرِّيّ‎, حَبّ الرَأْس‎; Catalan: estafisàgria; Chinese: 灭虱草; Farsi: زبان‌درقفا; Finnish: karvasritarinkannus; French: dauphinelle staphisaigre, herbe aux goutteux, herbe aux poux, pied-d'alouette staphisaigre, raisin sauvage, staphisaigre; German: Giftiger Rittersporn, Kräusesamen, Läusepfeffer, Läusesamen, Läusezahn, Lauswurz, Mittelmeer-Rittersporn, Stephanskorn, Stephanskraut; Greek: αγριοσταφίδα, δελφίνιο, παπαζότο, σταφισαγρία, ψειροβότανο; Ancient Greek: ἀγριοσταφίς, ἀπάνθρωπον, ἀρνοπολέμιον, ἀρσενωπή, ἀσταφὶς ἀγρία, σταφὶς ἀγρία, φθείριον, φθειροκτόνον; Hornjoserbsce: hniduš; Ido: stafisagro; Hungarian: csípős sarkantyúfű; Italian: stafisagria; Latin: Staphisagria macrosperma, Delphinium staphisagria; Portuguese: estafiságria, erva-piolha, delfim; Russian: живокость аптечная; Spanish: abarraz, albarraz, estafisagria, matapiojos; Swedish: giftriddarsporre; Turkish: bit otu