ἀβερτή
From LSJ
ἄνευ γὰρ φίλων οὐδεὶς ἕλοιτ᾽ ἂν ζῆν, ἔχων τὰ λοιπὰ ἀγαθὰ πάντα → without friends no one would choose to live, though he had all other goods
Spanish (DGE)
• Alolema(s): ἀβερτή Sud.s.u. ἀορτήν, PYoutie 84.8 (IV d.C.)
• Grafía: graf. ἀβέλτης PMich.576.4 (III d.C.)
lat. auerta e.e. alforja, DP 10.1a, PMich.l.c., PYoutie l.c., Sud.l.c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβερτή: ῆς, ἡ (ἀορτήρ), Λατ. averta, γυλιός, σακκοπήρα. «ἀορτήν, λέγουσιν οἱ πολλοὶ νῦν ἀβερτήν· Μακεδονικὸν δὲ καὶ τὸ σκεῦος καὶ τὸ ὄνομα». Σουΐδ.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
= ἀορτή chez les Macédoniens.