αἰγιβότης
From LSJ
ἄμεινον γὰρ ἑαυτῷ φυλάττειν τὴν ἐλευθερίαν τοῦ ἑτέρων ἀφαιρεῖσθαι → for it is better to guard one's own freedom than to deprive another of his
English (LSJ)
ου, ὁ, browsed by goats, σκόπελος AP 6.334 (Leon.). Syn. αἰγίβοτος.
Spanish (DGE)
(αἰγῐβότης) -ου pastado por cabras σκόπελος AP 6.334 (Leon.).
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui nourrit des chèvres.
Étymologie: αἴξ, βόσκω.
German (Pape)
σκόπελος, nährender Hügel, Leon.Tar. 35 (VI.334).
Russian (Dvoretsky)
αἰγῐβότης: ου adj. m дающий пропитание козам (σκόπελος Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰγιβότης: -ου, ὁ τρέφων αἶγας, ἢ ὁ ἐσθιόμενος ὑπὸ αἰγῶν, Ἀνθ. Π. 6. 334.
Greek Monotonic
αἰγιβότης: -ου, ὁ (αἴξ, βόσκω), αυτός που ταΐζει κατσίκες, ή αυτός που τρώγεται απ' αυτές, σε Ανθ.