ενθλίβω

From LSJ
Revision as of 14:27, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Γυναικὶ κόσμοςτρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid

Menander, Monostichoi, 92

Greek Monolingual

(AM ἐνθλίβω) θλίβω
πιέζω προς τα μέσα, κοιλαίνω κάτι με πίεση, ζουλώ
μσν.
1. σπάζω, συντρίβω («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῖψαι», Ιπποκρ.)
2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι
αρχ.
παθ. συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῖς ληνοῖς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ. Νύσσ.).