κραίρα

From LSJ
Revision as of 14:40, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt

Menander, Monostichoi, 510

Greek Monolingual

κραῖρα, ἡ (Α)
(κατὰ τὸν Ησύχ.)
1. κορυφή, κεφαλή
2. ακροστόλιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. έχει προέλθει κατ' απόσπαση από σύνθετες λέξεις, όπως εὔ-κραιρα, ὀρθό-κραιρα (πρβλ. αψίς < αψί-χολος, κοντός, κουτσός κ.ά.). Ο τ. προήλθε < κρᾱ-ρή, κρᾱσ-ρ + κατάλ. - (για παρόμοια περίπτωση αναγωγής σε παρεκτεταμένη ή μη μορφή της ίδιας βαθμίδας της ίδιας ρίζας βλ. λ. κρανίον), συνδεόμενος στενά με τα κάρα, κέρας.
ΣΥΝΘ. αρχ. βοόκραιρος, δίκραιρος, εύκραιρος, ημίκραιρα, ισόκραιρος, μελάγκραιρα, ομόκραιρος, ορθόκραιρος, τανύκραιρος.