υγραίνω

From LSJ
Revision as of 14:50, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

ὑγραίνω ΝΜΑ, και ογραίνω Ν υγρός
1. καθιστώ κάτι υγρό, νοτίζω
2. διαβρέχω, διαποτίζω
νεοελλ.-μσν.
παθ. υγραίνομαι
μτφ. αποχαυνώνομαι από διάθεση για ερωτικό σμίξιμο
αρχ.
1. βουτώ κάτι μέσα σε ένα υγρό, το βρέχω («πηγαῖσιν οὐχ ὑγραίνουσι πόδας», Ευρ.)
2. ιατρ. προξενώ ευκοιλιότητα
3. (στην ποίηση) (για ποταμό) ποτίζω μια χώρα, αρδεύω
4. παθ. α) (για το νερό) συγκεντρώνομαι σε λίμνες ή σε δεξαμενές
β) (για στερεά) μετατρέπομαι σε υγρό, υγροποιούμαι.