χρυσίο

From LSJ
Revision as of 14:55, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ὡς χαρίεν ἔστ' ἄνθρωπος, ἂν ἄνθρωπος ᾖ → Res est homo peramoena, quum vere est homo → Wie voller Anmut ist ein Mensch, der wirklich Mensch

Menander, Monostichoi, 562

Greek Monolingual

το / χρυσίον, ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. χρουσίον Α χρυσός (Ι)]
1. χρυσά νομίσματα
2. (κατ' επέκτ.) πολλά χρήματα, πλούτος
αρχ.
1. κομμάτι χρυσού
2. πλάκα ή κόσμημα χρυσού («χρυσίου ἀσήμου καὶ ἀργυρίου», Θουκ.)
3. χρυσή κλωστή
4. προσφώνηση αγαπημένων προσώπων («δεῡρό νυν, ὦ χρύσιον» — έλα τώρα, χρυσό μου, Αριστοφ.)
5. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ τῶν παιδίων αἰδοῖον».