χαριτογλωσσέω

Revision as of 09:15, 7 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " A.''Pr.''" to " A.''Pr.''")

English (LSJ)

Att. χαριτογλωττέω, speak to please, A.Pr.296 (anap.), Ath.4.164b, Sch.E.Or.1514 (v.l. χαριτογλώττιζεις).

German (Pape)

[Seite 1339] att. -ττέω, zu Gefallen, nach dem Munde reden, Aesch. Prom. 294.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire le gracieux ou l'aimable en paroles.
Étymologie: χάρις, γλῶσσα.

Russian (Dvoretsky)

χᾰρῐτογλωσσέω: атт. χᾰρῐτογλωττέω говорить льстивые речи Aesch.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτογλωσσέω: Ἀττ. -ττέω, πρὸς χάριν λέγω, ἡδυγλωττῶ, ἡδυλογῶ, ὁμιλῶ κολακευτικῶς, λέγω γλυκὰ λόγια, γνώσει δὲ τάδ’ ὡς ἔτυμ’, οὐδὲ μάτην χαριτογλωσσεῖν ἔνι μοι Αἰσχύλ. Προμ. 294, ἔνθα ὁ Σχολια. ἑρμην.: «χαριτογλωσσεῖν, μέχρι γλώσσης χαρίζεσθαί σοι καὶ οὐκ ἔργοις» Ἀθην. 146Β, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 1514 (διαφ. γραφ. χαριτογλωττίζεις).

Greek Monotonic

χᾰρῐτογλωσσέω: Αττ. -ττέω(γλῶσσα), μιλώ για να ευχαριστήσω, κολακεύω με τη γλώσσα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χαρῐτο-γλωσσέω, γλῶσσα
to speak to please, gloze with the tongue, Aesch.