ὀρθοστάδην
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (ἵστημι) standing upright, A.Pr.32, Luc.Anach.3, etc.; of invalids not obliged to keep their bed, Hp.Epid.1.1,5; ὀ. καθεύδειν, of elephants, Ael.NA4.31.
German (Pape)
[Seite 376] gradestehend, aufrecht; Aesch. Prom. 32; Luc. gymnas. 3 Conviv. 13; καθεύδειν, Ael. H. A. 4, 31.
French (Bailly abrégé)
adv.
en se tenant droit, debout.
Étymologie: ὀρθός, ἵστημι, -δην.
Russian (Dvoretsky)
ὀρθοστάδην: (ᾰ) adv. в стоячем положении, стоя, на ногах (ὀ., ἄϋπνος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀρθοστάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. (ἵστημι) ἐν ὀρθῇ στάσει, ἱστάμενος ὄρθιος, τήνδε φρουρήσεις πέτραν, ὀρθοστάδην, ἄϋπνος, οὐ κάμπτων γόνυ Αἰσχύλ. Πρ. 32· οἱ δὲ ὀρθοστάδην κεκονιμένοι καὶ αὐτοὶ παίουσιν ἀλλήλους προσπεσόντες Λουκ. Ἀνάχαρ. 3, κτλ.· ἐπὶ ἀσθενῶν πασχόντων ἐκ νόσου ἣν διέρχονται ὀρθοστάδην, δηλ. ᾿ς τὸ πόδι χωρὶς νὰ ἀναγκασθῶσι νὰ μείνωσι κλινήρεις, Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α´, 938, 943.
Greek Monolingual
ὀρθοστάδην (ΑΜ)
επίρρ. σε όρθια στάση («καθεύδει ὀρθοστάδην», Αιλ.)
αρχ.
(για ασθενή) χωρίς να είναι αναγκασμένος να κατακλιθεί, που περνά την αρρώστια στο πόδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + στάδην «ορθίως, σε όρθια στάση» (πρβλ. ισοστάδην)].
Greek Monotonic
ὀρθοστάδην: [ᾰ], επίρρ., σε όρθια στάση, σε Αισχύλ.