τρίχωρος

From LSJ
Revision as of 12:10, 8 February 2024 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρίχωρος Medium diacritics: τρίχωρος Low diacritics: τρίχωρος Capitals: ΤΡΙΧΩΡΟΣ
Transliteration A: tríchōros Transliteration B: trichōros Transliteration C: trichoros Beta Code: tri/xwros

English (LSJ)

[ῐ], ον,
A with three divisions or with three cells, Dsc.1.101.
II τρίχωρον, τό, wine measure in Egypt, BGU248.26 (i A. D.).
III tricorus vel trichorus locus prandii qui et sima (i.e. σίγμα) dicitur; trichorum sive trichorium locus prandii; tricora tres cameras sive tres absidas, all in Glossaria.

German (Pape)

[Seite 1150] mit drei Räumen, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχωρος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς διαιρέσεις ἢ χωρίσματα, Διοσκ. 1. 133.

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχωρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις διαιρέσεις ή χωρίσματα, ο διαιρεμένος σε τρία τμήματα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχωρον
α) (στην αρχ. Αίγυπτο) μονάδα μέτρησης του κρασιού
β) στάβλος με τρία διαμερίσματα ή τρεις φάτνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χῶρος (πρβλ. ἐννεάχωρος)].