τρίχωρος
Τὸ δ' ἐκ τυράννων αἰσχροκέρδειαν φιλεῖ → The race of tyrants loves shameful profit
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A with three divisions or with three cells, Dsc.1.101.
II τρίχωρον, τό, wine measure in Egypt, BGU248.26 (i A. D.).
III tricorus vel trichorus locus prandii qui et sima (i.e. σίγμα) dicitur; trichorum sive trichorium locus prandii; tricora tres cameras sive tres absidas, all in Glossaria.
German (Pape)
[Seite 1150] mit drei Räumen, Diosc.
Greek (Liddell-Scott)
τρίχωρος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς διαιρέσεις ἢ χωρίσματα, Διοσκ. 1. 133.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίχωρος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις διαιρέσεις ή χωρίσματα, ο διαιρεμένος σε τρία τμήματα
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχωρον
α) (στην αρχ. Αίγυπτο) μονάδα μέτρησης του κρασιού
β) στάβλος με τρία διαμερίσματα ή τρεις φάτνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χῶρος (πρβλ. ἐννεάχωρος)].