διαβατήριος
οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it
Spanish (DGE)
-ον
I 1favorable a la travesíacomo epít. de Zeus, Ctes.13.21.
2 del cruce, del paso τὰ διαβατήρια ἱερά sacrificios ofrecidos al cruzar la frontera Th.5.116 (v. tb. II 1), ref. al del mar Rojo por los israelitas y rel. con la fiesta de Pascua ἑορτὴ ... δ. Gr.Naz.Ep.120.1.
II subst. τὰ διαβατήρια
1 sc. ἱερά sacrificios que se ofrecen al cruzar la frontera τὰ διαβατήρια θυομένοις οὐ προυχώρει Th.5.54, cf. 55, ἐπεὶ τὰ δ. ἐγένετο αὐτῷ cuando los sacrificios por el paso de fronteras le resultaron favorables X.HG 3.5.7, cf. 4.3, 4.7.2, 5.4.47, por el cruce de un río ἔθυσε δὲ καὶ τῷ Εὐφράτῃ ταῦρον διαβατήρια y también sacrificó al Éufrates un toro en agradecimiento por el paso Plu.Luc.24, τὰ διαβατήρια τά τε ἀπόβαθρά σφισι δυσχερέστατα ἐγένετο D.C.40.18.5.
2 fiestas del Cruce del Mar Rojo en explicaciones del sign. de πάσχα: τὰ διαβατήρια ... τὸ Χαλδαϊστὶ λεγόμενον Πάσχα Ph.2.169, cf. 292, Origenes Cels.8.22, Eus.M.24.696A, Cyr.Al.M.68.1073C
•tb. neutr. sg. τὸ παλαιὸν Πάσχα, ὃ καὶ διαβατήριον εἴρηται Eus.M.24.697A, cf. Cosm.Ind.Top.10.18, Gr.Naz.Ep.120.1.
German (Pape)
wohl nur neutr. plur. τὰ διαβατήρια, sc. ἱερά,
1 Opfer für eine glückliche Überfahrt, die man antreten will, od. einen zu unternehmenden Feldzug, ἐγένετο τὰ δ., sie fielen glücklich aus, Thuc. 5.54; Xen. Hell. 4.7.2; oder für glücklich überstandene Überfahrt, δ. θύειν, Plut. Lucull. 24.
2 der Übergang, DC. 14.18.
Bei Philo das Passahfest.
Greek Monolingual
το (AM διαβατήριος, -α, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. πιστοποιητικό αποδημίας σε μορφή βιβλιαρίου, με το οποίο επιτρέπεται σε κάποιον να ταξιδέψει στο εξωτερικό
2. φρ. «πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο» — είναι ετοιμοθάνατος
αρχ.-μσν.
αυτός που έχει σχέση με τη διάβαση
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) θυσίες εκ μέρους του αρχηγού εκστρατευτικού σώματος πριν από τη διάβαση ποταμού ή τών ορίων της χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λ. διαβατήριο χρησιμοποιήθηκε στη Νεοελληνική για την απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. passeport)].