διαβατήρια
κενὰ σκιαγραφήματα τῆς διανοίας → figments of the imagination
English (LSJ)
(sc. ἱερά), τά,
A offerings before crossing the border, τὰ διαβατήρια προὐχώρει, τὰ διαβατήρια ἐγένετο, they were favourable, Th.5.54, 55, cf. X.HG4.7.2; also, for crossing a river, ἔθυσε τῷ Εὐφράτῃ ταῦρον δ. Plu.Luc.24; τὰ δ. δνσχερέστατα ἐγένετο D.C.40.18: also masc., Ζεὺς διαβατήριος Ctes.Fr.29.17.
II Jewish Passover, Ph.2.292, al.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
s.e. ἱερά;
sacrifice pour obtenir une heureuse traversée, ou en gén. un résultat favorable dans une expédition.
Étymologie: διαβαίνω.
Spanish (DGE)
subst. τὰ διαβατήρια
1 sc. ἱερά sacrificios que se ofrecen al cruzar la frontera τὰ διαβατήρια θυομένοις οὐ προυχώρει Th.5.54, cf. 55, ἐπεὶ τὰ δ. ἐγένετο αὐτῷ cuando los sacrificios por el paso de fronteras le resultaron favorables X.HG 3.5.7, cf. 4.3, 4.7.2, 5.4.47, por el cruce de un río ἔθυσε δὲ καὶ τῷ Εὐφράτῃ ταῦρον διαβατήρια y también sacrificó al Éufrates un toro en agradecimiento por el paso Plu.Luc.24, τὰ διαβατήρια τά τε ἀπόβαθρά σφισι δυσχερέστατα ἐγένετο D.C.40.18.5.
2 fiestas del Cruce del Mar Rojo en explicaciones del sign. de πάσχα: τὰ διαβατήρια ... τὸ Χαλδαϊστὶ λεγόμενον Πάσχα Ph.2.169, cf. 292, Origenes Cels.8.22, Eus.M.24.696A, Cyr.Al.M.68.1073C
•tb. neutr. sg. τὸ παλαιὸν Πάσχα, ὃ καὶ διαβατήριον εἴρηται Eus.M.24.697A, cf. Cosm.Ind.Top.10.18, Gr.Naz.Ep.120.1.
German (Pape)
wohl nur neutr. plur. τὰ διαβατήρια, sc. ἱερά,
1 Opfer für eine glückliche Überfahrt, die man antreten will, od. einen zu unternehmenden Feldzug, ἐγένετο τὰ δ., sie fielen glücklich aus, Thuc. 5.54; Xen. Hell. 4.7.2; oder für glücklich überstandene Überfahrt, δ. θύειν, Plut. Lucull. 24.
2 der Übergang, DC. 14.18.
Bei Philo das Passahfest.
Greek (Liddell-Scott)
διαβατήρια: (ἐνν. ἱερά), τά, θυσίαι γινόμεναι πρὶν διαβῇ τις τὰ σύνορα, τά δ. προὐχώρει, τὰ δ. ἐγένετο, ἦσαν εὐνοϊκά, Λατ. addicebant, Θουκ. 5. 54, 55, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 4.7, 2· ὡσαύτως πρὶν διαβῇ τις ποταμόν, Πλούτ. Λουκ. 24. ΙΙ. τὸ πάσχα. Φίλων 2. 292.
Greek Monotonic
διαβατήρια: (ενν. ἱερά), τά, θυσίες που πραγματοποιούνται πριν διαβεί κάποιος τα σύνορα· τὰ δ. προὐχώρει, τὰ δ. ἐγένετο, ήταν ευνοϊκά, σε Θουκ., Ξεν.
Greek Monolingual
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) θυσίες εκ μέρους του αρχηγού εκστρατευτικού σώματος πριν από τη διάβαση ποταμού ή τών ορίων της χώρας.
Middle Liddell
sc. ἱερά, τά offerings before crossing the border, τὰ δ. προὐχώρει, τὰ δ. ἐγένετο they were favourable, Thuc., Xen.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
(ἱερά), sacrificia pro felici finium transitu, sacrifices for a happy crossing of borders, 5.54.2, 5.55.3, 5.116.1.