τορευτική

From LSJ
Revision as of 11:59, 14 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "γλυφή, ἑρμογλυφική, λαξεία" to "γλυφή, ἑρμογλυφική, ἑρμογλυφία, λαξεία")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun

Menander, Monostichoi, 385

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ τορεύω
η τέχνη με την οποία κατασκευάζονται ανάγλυφες ή εντυπωμένες παραστάσεις πάνω σε μέταλλο, συνήθως χρυσό, άργυρο, χαλκό, ορείχαλκο και σπανιότερα σίδηρο ή σε ξύλο, τεχνική που χρησιμοποιήθηκε ευρύτατα κατά την αρχαιότητα στη διακόσμηση όπλων, αρμάτων, ποικίλων αναθημάτων, κατόπτρων, αγγείων κ.ά. ειδών.

Translations

sculpture

Albanian: gdhend; Arabic: ⁧نَحْت⁩; Armenian: քանդակագործություն; Azerbaijani: heykəltəraşlıq; Belarusian: скульптура, разбярства; Bengali: ভাস্কর্য; Bulgarian: скулптура; Burmese: ပန်းပု; Catalan: escultura; Chinese Mandarin: 雕塑; Czech: sochařství; Danish: skulptur; Dutch: beeldhouwen, sculptuur; Esperanto: skulptarto; Estonian: skulptuur; Finnish: kuvanveisto; French: sculpture; Galician: escultura; German: Bildhauerkunst, Bildhauerei, Skulptur; Greek: γλυπτική; Ancient Greek: ἀγαλματοποιητική, ἀγαλματοποιία, ἀγαλματοποιΐα, ἀγαλματοποιική, ἀγαλματοποιϊκή, ἀγαλματουργία, ἀγαλματουργική, ἀνδριαντοποιητική, ἀνδριαντοποιία, ἀνδριαντοποιΐα, ἀνδριαντοποιική, ἀνδριαντοποιϊκή, ἀνδριαντουργία, γλυπτική, γλυπτικὴ τέχνη, γλυφή, ἑρμογλυφική, ἑρμογλυφία, λαξεία, τορευτική; Hindi: शिल्पकला; Hungarian: szobrászat; Icelandic: höggmyndalist; Ido: skulto; Indonesian: seni pahat; Irish: dealbhóireacht; Italian: scultura; Japanese: 彫刻; Kazakh: мүсін, мүсіндеме; Khmer: ចំឡាក់; Korean: 조각(彫刻); Lao: ປະຕິມາກຳ; Latin: sculptura; Latvian: tēlniecība; Lithuanian: skulptūra; Macedonian: вајарство, скулптура; Maori: tāraitanga; Middle English: ymagerie; Norman: stchulptuthe; Norwegian Bokmål: skulptur; Nynorsk: skulptur; Polish: rzeźbiarstwo; Portuguese: escultura; Romanian: sculptură; Russian: ваяние, скульптура, лепка; Serbo-Croatian Cyrillic: вајарство; Roman: vajarstvo; Slovak: sochárstvo; Slovene: kiparstvo; Spanish: escultura; Swedish: skulpturkonst, bildhuggarkonst, bildhuggeri, bildformning, plastik; Tajik: ҳайкалтарошӣ; Telugu: శిల్పకళ; Thai: ปฏิมากรรม, ประติมากรรม; Turkish: heykelcilik, heykeltıraşlık, yontuculuk; Ukrainian: скульптура, лі́пка, рі́зьблення, різьбярство, різьбарство; Uzbek: haykaltaroshlik; Vietnamese: điêu khắc; Walloon: sculteure, scultreye