escultura
From LSJ
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
Spanish > Greek
- arte: ἀγαλματοποιητική, ἀγαλματοποιία, ἀγαλματοποιΐα, ἀγαλματοποιική, ἀγαλματοποιϊκή, ἀγαλματουργία, ἀγαλματουργική, ἀνδριαντοποιητική, ἀνδριαντοποιία, ἀνδριαντοποιΐα, ἀνδριαντοποιική, ἀνδριαντοποιϊκή, ἀνδριαντουργία, γλυπτική, γλυπτικὴ τέχνη, γλυφή, ἑρμογλυφία, ἑρμογλυφική, λαξεία, τορευτική
- obra: ἄγαλμα, ἄζαλμα, ἀνδρείκελον, ἀνδριάς, ἀπεικόνισμα, ἀπεικονισμός, ἀφίδρυμα, βρέτας, δαιδαλούργημα, δείκελον, δείκηλον, εἶδος, εἴδωλον, εἰκόνη, εἰκόνιον, εἰκόνισμα, εἰκονογραφία, εἰκών, ἐκτύπωμα, ἵδρυμα, κολοσσός, κολοττός, ξόανον, σίγνον, τύπος